κακόκρατον

κακόκρατον
κακόκρατος
badly tempered
masc/fem acc sg
κακόκρατος
badly tempered
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακόκρατος — κακόκρατος, ον (Α) 1. ιατρ. αυτός που έχει κακή κράση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόκρατον η κακή ανάμιξη τών υγρών («τὸ κακόκρατον τοῡ αἵματος», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κράτος < θ. κρᾶ τού κεράννυμι «αναμιγνύω» (πρβλ. ισό κρατος, χαλκό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”